- ἐμφυῶς
- ἐμφυήςinbornadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμφυής — ἐμφυής, ές (Α) 1. ο υπάρχων εκ φύσεως, έμφυτος, εγγενής, φυσικός 2. εγκεντρισμένος, εμφυτευμένος. επίρρ... ἐμφυῶς εμφύτως, εγγενώς, φυσικώς … Dictionary of Greek